ὑπέραγνος

ὑπέραγνος
ὑπέραγνος
of surpassing purity
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπέραγνος — ον, ΜΑ Ο απόλυτα αγνός (α. «οἱ θεοὶ τοῑς ὑπεράγνοις παρακελευόμενοι», Ιούλ. β. «μεγαλύνωμεν τὴν ἀκηλίδωτον καὶ ὑπέραγνον μητέρα τοῡ Ἐμμανουήλ», Κανών Μεγ. Τετ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπέραγνον — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem acc sg ὑπέραγνος of surpassing purity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραγνοτάτης — ὑπέραγνος of surpassing purity fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράγνοις — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράγνου — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράγνῳ — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραγνε — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέραγνος — ον, Μ αυτός που υπερέχει όλων ως προς την αγνότητα («ἡ σεμνὴ καὶ πανυπέραγνος σου μήτηρ», Μηναί.). επίρρ... πανυπεράγνως Μ με μεγάλη αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέραγνος «αγνότατος»] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”